Αξιοπιστία χωρίς οικονομικό σχέδιο και δημοκρατική νομιμοποίηση;


Του ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η κ.Μέρκελ φαίνεται να πιστεύει ότι το βασικό πρόβλημα της ευρωζώνης είναι η αξιοπιστία και ότι η προώθηση μιας δημοσιονομικής ένωσης αποτελεί την απάντηση. Μόνο που αυτό που καταλαβαίνει η κ. Μέρκελ ως δημοσιονομική ενοποίηση είναι εντελώς ιδιοσυγκρασιακό: οι αυστηροί διακρατικοί κανόνες, και η τήρησή τους με αυτόματες ποινές για τους παραβάτες, φτάνουν για να ξαναποκτηθεί η αξιοπιστία.

Το σχέδιο που φαίνεται να συμφωνείται στη σύνοδο βασίζεται σε αυτή την ερμηνεία για το τι σημαίνει δημοσιονομική ενοποίηση, παραμερίζοντας την επικρατούσα άποψη της οικονομικής θεωρίας (ορθόδοξη και ετερόδοξη) ότι η δημοσιονομική ενοποίηση έχει να κάνει με την αλληλεγγύη μεταξύ οικονομιών, αλλά και με μια ετοιμότητα παρέμβασης όχι μόνο όταν η δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών είναι πολύ χαλαρή, αλλά και όταν δεν είναι αρκετά επεκτατική σε συνθήκες ύφεσης.

Το σχέδιο που έχουμε μπροστά μας δεν θα κάνει τίποτα για να σπάσει το φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-λιτότητας. Οι αγορές μπορεί να επιθυμούν μια πιο πειθαρχημένη Ευρώπη όσον αφορά τα δημοσιονομικά των κρατών μελών, αλλά γρήγορα θα κατανοήσουν ότι σε μια ευρωζώνη με αρνητικούς ή μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης λιγοστεύουν οι πιθανότητες να ξεπληρωθούν τα κρατικά χρέη. Μπορεί η ΕΚΤ τις τελευταίες μέρες να παίρνει σημαντικές αποφάσεις για να παρέχει ρευστότητα στο σύστημα, αλλάζοντας τους όρους που δανείζει στις τράπεζες (δάνεια με μεγαλύτερη χρονική ωρίμανση, πιο ελαστικά κριτήρια για το είδος των ενεχύρων που δέχεται κ.λπ.), αλλά όλα αυτά απλώς αγοράζουν χρόνο. Με λίγα λόγια, η ευρωζώνη δεν θα βγει από την κρίση αν περιοριστεί σε δύο μόνο εργαλεία: την παροχή δανείων και τη λιτότητα.

Από την άλλη, μπορεί να ισχύει πως η Γερμανία παίζει ένα πιο έξυπνο, και μακροπρόθεσμο, παιχνίδι. Δένει πρώτα την πολιτική ισχύ της με τις συνταγματικές τροποποιήσεις που καλούνται να εισαγάγουν τα πρόθυμα κράτη-μέλη, θεσμοθετώντας την υπεροχή των πλεονασματικών χωρών, και σε μια δεύτερη φάση θα επιδείξει μια ελαστικότητα είτε σε σχέση με το ρόλο της ΕΚΤ (να δανείζει κατευθείαν στις κυβερνήσεις), είτε σε σχέση με τα ευρωομόλογα, είτε και με τα δύο.
Το πρώτο πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι μπορεί να μην υπάρχει ο χρόνος για να εξελιχθεί η στρατηγική: η κρίση έχει δημιουργήσει ένα εντελώς ασταθές σύστημα στην ευρωζώνη που μπορεί να κλονιστεί από ένα τυχαίο γεγονός, ανατρέποντας όλα τα μεσοπρόθεσμα σχέδια. Το είπε πολύ καλά ο Martin Wolf στο Financial Times: όταν έχεις τον ασθενή στην εντατική με έμφραγμα, δεν είναι η ώρα να ασχολείσαι με το πρόγραμμα διαίτης και άσκησης που θα χρειαστεί όταν γίνει καλά για να μην ξανά πάθει έμφραγμα.

Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό. Για τριάντα χρόνια η κυρίαρχη ιδεολογία προσπάθησε να μας πείσει ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να αφεθεί σε «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, να βγει, δηλαδή, από την πολιτική αντιπαράθεση. Βέβαια, οι κεντρικές τράπεζες μόνο από το λαϊκό παράγοντα ήταν ανεξάρτητες. Οι σχέσεις που είχαν με το τραπεζικό σύστημα ήταν στενότατες. Και για αυτό το λόγο αντέδρασαν τόσο αναποτελεσματικά στην κρίση του 2008. Και όσο πιο ανεξάρτητες ήταν, τόσο πιο πολύ αναποτελεσματικά αντέδρασαν, όπως αποδεικνύει η ΕΚΤ στην εποχή του Τρισέ και του Παπαδήμου.

Τώρα η πρόταση που βγαίνει από τη σύνοδο είναι στην ουσία να βγει και η δημοσιονομική πολιτική εκτός της δημοκρατικής διαδικασίας. Πιστεύω ότι, όταν κατανοηθούν οι συνέπειες, οι ευρωπαϊκοί λαοί θα αντιδράσουν. Μπορεί η μοίρα μας να είναι ένας πολύ πιο αυταρχικός καπιταλισμός από αυτόν που γνωρίσαμε στην μεταπολεμική περίοδο, αλλά δεν νομίζω πως αυτό θα επιβληθεί χωρίς μεγάλες συγκρούσεις. Για τον κόσμο της εργασίας το γεγονός πως η μόνη λύση που φαίνεται να προτάσσει το σύστημα είναι η λιτότητα και η συρρίκνωση της δημοκρατίας αποτελεί και μια ευκαιρία. Να αναδειχθεί, δηλαδή, ότι μόνο ένας νέος πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός μπορεί να υλοποιήσει λύσεις που συνδυάζουν την επέκταση της δημοκρατίας με ένα άλλο οικονομικό μοντέλο.