Εκλογές 6ης Μάη

Η πιο σημαντική μεταπολιτευτική εκλογική μάχη

Ώρα ευθύνης για την αριστερά




        Τελικά, μετά από δυόμιση χρόνια εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, δυόμιση χρόνια δημοκρατικής εκτροπής, εφαρμογής πολιτικών που ήταν σε τρομακτική αναντιστοιχία με τη λαϊκή βούληση, δυόμιση χρόνια διαδηλώσεων, έκφρασης της λαϊκής αγανάκτησης στο δρόμο από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών, το πολιτικό κατεστημένο αναγκάζεται να προσφύγει στη λαϊκή ετυμηγορία. Είναι δεδομένο ότι αυτές τις εκλογές το δικομματικό σύστημα όχι μόνο δεν τις ήθελε, αλλά τις φοβάται και για αυτό τις απόφευγε όλο το προηγούμενο διάστημα όπως ο διάολος το λιβάνι. Και τις φοβάται γιατί αυτή τη φορά έχουν πέσει οι μάσκες του δικομματισμού και ο ελληνικός λαός ξέρει. Ξέρει τι πρεσβεύει το «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ, ξέρει τι πρεσβεύει η «αντιμνημονιακή» Νέα Δημοκρατία.


          Από τη μεταπολίτευση η κοινωνία έχει γαλουχηθεί στην ύπαρξη του δίπολου του δικομματισμού, στην ύπαρξη των δύο μεγάλων κομμάτων, στις αγεφύρωτες διαφορές τους και σε κάθε εκλογική αναμέτρηση καλούνταν να αποφασίσει μεταξύ των δύο για τη διακυβέρνηση του τόπου. Το ζητούμενο σε αυτό το σκηνικό για τα κόμματα της αριστεράς ήταν η είσοδος στο κοινοβούλιο ή στην καλύτερη περίπτωση μια καλή εκλογική καταγραφή. Αυτή τη φορά το δικομματικό σκηνικό έχει πλήρως ανατραπεί. Τα δυο πρώην μεγάλα κόμματα συγκυβερνούν, είναι βέβαιη η μετεκλογική συμπόρευσή τους, έχουν ταυτόσημες αναλύσεις, έχουν υπογράψει και δεσμευτεί στην εφαρμογή των πιο σκληρών και ταξικών πολιτικών μετά τις εκλογές και τα δημοσκοπικά τους ποσοστά καταρρέουν. Η αριστερά πάλι, βρισκόμενη - δημοσκοπικά αλλά κυρίως κοινωνικά - αθροιστικά πρώτο κόμμα με διαφορά, βρίσκεται προ ιστορικών ευθυνών.

          Σε αυτές τις εκλογές που η υπόθεση της ανάληψης της κυβέρνησης της χώρας δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων, αλλά αποτελεί διακύβευμα τα αριστερά κόμματα βρίσκονται μπροστά σε δύο επιλογές. Η μία επιλογή είναι να συνεχίσουν την αυτοπεριχαράκωση, τονίζοντας τις διαφορές τους, στοχεύοντας απλά σε αύξηση των ποσοστών και παραπέμποντας τη λύση των προβλημάτων του λαού στη δευτέρα παρουσία του σοσιαλισμού. Η άλλη επιλογή είναι να διεκδικήσουν από κοινού τη διακυβέρνηση βάσει συμφωνίας σε ένα μίνιμουμ πολιτικό πρόγραμμα. Σε ένα πρόγραμμα που δε θα αφορά στο πώς θα φτάσουμε στη λαϊκή εξουσία και τον σοσιαλισμό (άλλωστε συζήτηση για οποιοδήποτε θεωρητικό θέμα μπορεί να γίνει μόνο με το λαό να έχει εξασφαλίσει την κάλυψη των αναγκών του και όχι με το λαό εξαθλιωμένο), αλλά σε ένα πρόγραμμα που θα απαντάει στα τεράστια προβλήματα του σήμερα δίνοντας έτσι μια προοπτική στο αύριο. Σε ένα πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει την άμεση απαγκίστρωση της χώρας και του λαού της από τις μη δημοκρατικά νομιμοποιημένες πολιτικές των μνημονίων 1 και 2, καθώς και την εφαρμογή πολιτικών προς όφελος της κοινωνίας και των αδυνάτων και όχι των τραπεζιτών και των πλουσίων.

          Ως Αριστερή Ενότητα θεωρούμε ότι αν τα αριστερά κόμματα θέλουν να δικαιώσουν την ύπαρξή τους οφείλουν να επιλέξουν το δεύτερο. Μια αριστερά που με τον λαό να στενάζει επιλέγει να επιδοθεί απλά σε έναν αγώνα αύξησης των ποσοστών της και όχι να προσφέρει λύσεις, είναι μια αριστερά κοινωνικά άχρηστη. Γιατί εν τέλει μια αριστερά η οποία εν μέσω κρίσης στοχεύει στην ιδεολογική καθαρότητα και δεν έχει ως γνώμονά της το συμφέρον και το καλό του λαού δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η αριστερά έχει την ιστορική ευκαιρία συνεργαζόμενη να φέρει το λαϊκό παράγοντα στο προσκήνιο και αξιοποιώντας τη δυναμική των κινημάτων να προχωρήσει στην ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος της σήψης. Αυτήν την ευκαιρία η αριστερά πρέπει να την αξιοποιήσει.

          Για εμάς, ως Αριστερή Ενότητα, η λύση και η ελπίδα για το λαό βρίσκεται αδιαμφισβήτητα στα αριστερά του πολιτικού φάσματος και στις δυνάμεις εκείνες οι οποίες εμμένουν στη σημασία της συμπόρευσης της αριστεράς. Κι αν υπάρχει κάτι το οποίο μπορούμε να λέμε με βεβαιότητα είναι ότι αυτό που προεκλογικά ανεύθυνα αρνούνται οι ηγεσίες του ΚΚΕ, της ΔΗΜΑΡ, των Οικολόγων, μετεκλογικά θα αναγκαστούν να το κάνουν υπό τις πιέσεις του λαϊκού παράγοντα, υπό τις πιέσεις των ανθρώπων που στενάζουν, που βιώνουν το πιο βαθύ σκοτάδι και περιμένουν να χαράξει η ελπίδα στον τόπο.